κόνδυ,-υος

κόνδυ,-υος
τό N 3 7-0-2-0-0=9 Gn 44,2.5.9.10.12
drinking cup
Cf. CAIRD 1969=1972 134(Gn 44,2); CUNEN 1959, 396-404; HARL 1986a, 286(Gn 44,2); LEE, J. 1983,
116; WEVERS 1993, 740

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”